[ᾰ], ατος, τό,
A = τράχωμα., Sever. ap. Aët.7.45.
[Seite 524] τό, die Rauhheit, Aet.
δάσῡμα: -ατος, τό, = τρίχωμα, Ἀέτ. σ. 131.