τράχωμα
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
-ατος, τό, trachoma in the eyes, in plural, Id.1.64, Gal.UP10.11, PSI4.299.6 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1136] τό, das Rauhgemachte, die Rauhheit, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
τράχωμα: τό, τραχύτης, ἰδίως τῶν ἔνδον μερῶν τῶν βλεφάρων, «καθαίρει τὰ λευκώματα... καὶ τὰ τραχώματα σμήχει» Διοσκ. 1. 77, «τὸ τράχωμα τραχύτης τῶν ἔνδον τοῦ βλεφάρου μερῶν˙ ἐπιταθὲν δέ... σύκωσις καλεῖται˙ ἐγχρονίσασα δέ... τύλος ὀνομάζεται» Ἰω. Ἀκτουάρ. ἐν Ideleri Phys. τ. 2, σ. 445, 8. - Κατὰ Γαλην. Τῶν κατὰ Τόπους, 4, «τραχώματα... τραχύτητας βλεφάρων, ὑφ’ ὧν κατὰ τὰς ὀφθαλμίας οἱ χιτῶνες τῶν ὀφθαλμῶν ὀδυνῶνται κοπτόμενοι».
Greek Monolingual
(I)
το, ΝΜΑ
λοιμώδης πάθηση του επιπεφυκότα τών οφθαλμών, η οποία οφείλεται σε διηθητό ιό, αλλ. κοκκώδης επιπεφυκίτιδα
μσν.
τραχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + -ωμα, κατά το γλαύκ-ωμα].
(II)
το, Ν
τα μετρητά ή τα κοσμήματα τα οποία δίνονται ως γαμήλιο δώρο, αλλ. εξώπροικα ή παραπροίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο μσν. ρ. τραχώνω < τραχύ «ασημένιο νόμισμα» (ουδ. του επιθ. τραχύς)].