μαρτυροποιέομαι
Greek (Liddell-Scott)
μαρτῠροποιέομαι: ἀποθ., καλῶ εἰς μαρτυρίαν, Κορνοῦτ. περὶ Θεῶν Φύσ. 16· ἀλλ’ ὡσαύτως, ΙΙ. μαρτυρῶ, ὡς τὸ μαρτύρομαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 1732.
μαρτῠροποιέομαι: ἀποθ., καλῶ εἰς μαρτυρίαν, Κορνοῦτ. περὶ Θεῶν Φύσ. 16· ἀλλ’ ὡσαύτως, ΙΙ. μαρτυρῶ, ὡς τὸ μαρτύρομαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 1732.