μαρτύρομαι

From LSJ

καί τιν᾿ ὀίω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν → and I think some one of the suitors that devour your property shall bespatter the vast earth with his blood and brains

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρτύρομαι Medium diacritics: μαρτύρομαι Low diacritics: μαρτύρομαι Capitals: ΜΑΡΤΥΡΟΜΑΙ
Transliteration A: martýromai Transliteration B: martyromai Transliteration C: martyromai Beta Code: martu/romai

English (LSJ)

[ῡ], fut. μαρτυροῦμαι (διαμαρτυροῦμαι) LXX Ps.80(81).9 (cod. Alex.): aor.
A ἐμαρτῡράμην Pl.Phlb. 47d, App.BC2.47:—call to witness, invoke, c. acc. pers., Antipho 1.29, S.OC813, etc.; especially of the gods, Ἄρτεμιν, γαῖαν καὶ θεούς, E.Hipp.1451, Ph.626; δαίμονας, ὡς… Id.Med.619: c. acc. et inf., ὑμᾶς δ' ἀκούειν ταῦτ' ἐγὼ μαρτύρομαι A.Eu. 643, etc.: c. part., μαρτύρομαι τυπτόμενος I call you to witness that... Ar.Av.1031, cf. E.HF858 (troch.).
2 c. acc. rei, call one to witness a thing, Hdt. 1.44, Ar.Ra.528, Pl.932.
3 protest, asseverate, μ. ὅτι… Id.Nu.1222, Th.6.80; ταῦτα Pl. l.c.: abs., μαρτύρομαι I protest, Ar.Ach.926, Lys. 3.15.
4 c. acc. pers. et gen. rei, οἱ δὲ τῆς τῶν θεῶν… παραγωγῆς τὸν Ὅμηρον μ. ὅτιcite Homer as a witness of... Pl. R.364d; ἐμαυτὸν μ. τῆς φιλοτιμίας App. l. c.; μ. τινὶ ὅτιEp.Gal.5.3; τοὺς ἀποστάντας μ. τῆς ἐπιορκίας remind them of... App.BC5.129.

French (Bailly abrégé)

f. μαρτυροῦμαι, ao. ἐμαρτυράμην;
appeler en témoignage, invoquer le témoignage de, prendre à témoin, acc.;
NT: déclarer ; attester ; protester ; affirmer.
Étymologie: μάρτυς.

German (Pape)

für sich zum Zeugen machen, anrufen; ὑμᾶς δ' ἀκούειν ταῦτ' ἐγὼ μαρτύρομαι, Aesch. Eum. 613; τούσδε, Soph. O.C. 817; γαῖαν καὶ θεούς, Eur. Phoen. 629; ὅρκους παλαιούς, I.A. 78; oft bei Ar.; auch in Prosa; Lys. 3.15 vrbdt μειράκιον βοῶντα καὶ κεκραγότα καὶ μαρτυρόμενον; vgl. Thuc. 6.80; μαρτύρομαι αὐτὴν τὴν θεόν, Plat. Phil. 12b; auch τὸν Ὅμηρον, Rep. II.364d; in allgemeiner Bdtg, mit Nachdruck behaupten, bezeugen, ταῦτα δὲ τότε μὲν οὐκ ἐμαρτυρόμεθα, νῦν δὲ λέγομεν, Plat. Phil. 47d; vgl. ταῦτ' ἐγὼ μαρτύρομαι Ar. Plut. 932, dafür rufe ich dich zum Zeugen an; Sp. auch τινά τινος, τοὺς ἀποστάντας τῆς ἐπιορκίας, d.i. den Abtrünnigen ihren Meineid vorhalten, App. B.C. 5.129.

Russian (Dvoretsky)

μαρτύρομαι: (fut. μαρτῠροῦμαι, aor. ἐμαρτῡράμην)
1 призывать в свидетели (γαῖαν καὶ θεούς Eur.): ὑμᾶς δ᾽ ἀκούειν ταῦτ᾽ ἐγὼ μαρτύρομαι Aesch. прошу засвидетельствовать, что вы это слышите;
2 свидетельствовать, утверждать (ταῦτα δὲ τότε οὐκ ἐμαρτυρόμεθα, νῦν δὲ λέγομεν Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

μαρτύρομαι: [ῡ]: μέλλ. μαρτῠροῦμαι (δια-) πρῶτον παρὰ τοῖς Ἑβδ.: ἀόρ. ἐμαρτῡράμην Πλάτ. Φίληβ. 47C· πρβλ. ἐπιμαρτύρομαι· ἀποθ.: (μάρτυρ). Καλῶ εἰς μαρτυρίαν, ἐπικαλοῦμαι, ἐπιμαρτύρομαι, Λατ. antestari, Σοφ. Ο. Κ. 813, Ἀντιφῶν 114. 30, κτλ.· κυρίως θεόν τινα, Ἄρτεμιν, γαῖαν καὶ θεοὺς Εὐρ. Ἱππ. 1451, κτλ.· τοὺς δαίμονας, ὡς... ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 619· - μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., ὑμᾶς δ’ ἀκούειν ταῦτ’ ἐγὼ μαρτύρομαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 653, κτλ.· μετὰ μετοχ., μαρτύρομαι τυπτόμενος, σὲ προσκαλῶ νὰ μαρτυρήσῃς ὅτι..., Ἀριστοφ. Ὄρν. 1031, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 858. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ. καλῶ τινα νὰ μαρτυρήσῃ τι, Ἡρόδ. 1. 44, πρβλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 528, Πλ. 932· - ἐντεῦθεν, 3) διαμαρτύρομαι, διισχυρίζομαι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἁπλοῦν λέγω, μ. ὅτι... Ἀριστοφ. Νεφ. 1222, Πλάτ. Φίληβ. 47C· καὶ ἀπολ., μαρτύρομαι, διαμαρτύρομαι!, Ἀριστοφ. Ἀχ. 626, Θουκ. 6. 80, Λυσίας 97. 40. 4) μετ’ αἰτ. προσ. καὶ γεν. πράγμ., οἱ δὲ τῆς τῶν θεῶν... παραγωγῆς τὸν Ὅμηρον μαρτύρονται, ἀναφέρουσι τὸν Ὅμηρον ὡς μάρτυρα..., Πλάτ. Πολ. 364D· ἑαυτὸν μ. τῆς φιλοτιμίας Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 47· μ. τινι ὅτι... Ἐπιστ. πρ. Γαλ. ε΄, 3· τοὺς ἀποστάντας μ. τῆς ἐπιορκίας, ὑπομιμνήσκω αὐτούς..., Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 129.

English (Strong)

middle voice from μάρτυς; to be adduced as a witness, i.e. (figuratively) to obtest (in affirmation or exhortation): take to record, testify.

English (Thayer)

(from μάρτυρ (cf. μάρτυς));
1. to cite a witness, bring forward a witness, call to witness (Tragg., Thucydides, Plato, and following); to affirm by appeal to God, to declare solemnly, protest: ταῦτα, Plato, Philippians, p. 47c.; ὅτι, to conjure, beseech as in God's name, exhort solemnly: τίνι, L T Tr WH; followed by the accusative with the infinitive, εἰς τό followed by accusative with an infinitive (cf. Buttmann, § 140,10, 3), T Tr WH. (Compare: διαμαρτύρομαι, προμαρτύρομαι.)

Greek Monolingual

μαρτύρομαι (Α) μάρτυς
1. επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα, καλώ κάποιον για μαρτυρία (α. «γαῖαν καὶ θεοὺς μαρτύρομαι», Ευρ.
β. «μαρτυρόμενος τὰ ὑπὸ τοῦ ξείνου πεπονθὼς εἴη», Ηρόδ.)
2. ισχυρίζομαι, διατείνομαι, σε αντιδιαστολή με το λέγω απλώς
3. αναφέρω κάποιον ως μάρτυρα («οἱ δὲ τῆς τῶν θεῶν... παραγωγῆς τὸν Ὅμηρον μαρτύρονται ὅτι...», Πλάτ.).

Greek Monotonic

μαρτύρομαι: [ῡ] (μάρτυς), μέλ. μαρτῠροῦμαι, αόρ. αʹ ἐμαρτῡράμην,
1. αποθ., καλώ ως μάρτυρα, επικαλούμαι, σε Σοφ., Ευρ., κ.λπ.· με μτχ., μαρτύρομαι τυπτόμενος, σε καλώ να καταθέσεις ότι με χτύπησαν, σε Αριστοφ.
2. με αιτ. πράγμ., καλώ κάποιον να δώσει κατάθεση για ένα ζήτημα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
3. διαμαρτύρομαι, επιβεβαιώνω με ειλικρίνεια, μαρτύρομαι ὅτι..., σε Αριστοφ. κ.λπ.· αμτβ., μαρτύρομαι, διαμαρτύρομαι, στον ίδ., σε Θουκ.

Middle Liddell

μάρτυς
1. Mid to call to witness, attest, invoke, Soph., Eur., etc.; c. part., μαρτύρομαι τυπτόμενος I call you to witness that I am being beaten, Ar.
2. c. acc. rei, to call one to witness a thing, Hdt., Ar.
3. to protest, asseverate, μ. ὅτι… Ar., etc.; absol., μαρτύρομαι I protest, Ar., Thuc.

Chinese

原文音譯:martÚromai 馬而替羅買
詞類次數:動詞(3)
原文字根:印證
字義溯源:傳召作證,作證,作見證,確實的說,確實勸告,證明;源自(μάρτυς / πρωτόμαρτυς)*=見證)
出現次數:總共(3);加(1);弗(1);帖前(1)
譯字彙編
1) 我⋯確實的說(1) 加5:3;
2) 作見證(1) 帖前2:10;
3) 確實勸告(1) 弗4:17

Lexicon Thucydideum

obtestari, to beseech, 6.80.3, 8.53.2, [vulgo commonly μαρτυρουμένων]