ὁ, (νέμω)
A one who distributes the flesh of victims, E.Cyc.245: as Adj., mangling, τέκνων Lyc.203, cf. 762.
κρεᾱνόμος: ὁ, (νέμω) ὁ διανέμων τὸ κρέας τῶν θυμάτων, Εὐρ. Κύκλ. 245· ― ὡς ἐπίθ., ὁ σπαράττων, τέκνων Λυκόφρ. 203, πρβλ. 762.