κρεανόμος

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεᾱνόμος Medium diacritics: κρεανόμος Low diacritics: κρεανόμος Capitals: ΚΡΕΑΝΟΜΟΣ
Transliteration A: kreanómos Transliteration B: kreanomos Transliteration C: kreanomos Beta Code: kreano/mos

English (LSJ)

ὁ, (νέμω) one who distributes the flesh of victims, E.Cyc.245: as adjective, mangling, τέκνων Lyc.203, cf. 762.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui distribue les chairs d'une victime;
2 qui coupe de la chair en morceaux.
Étymologie: κρέας, νέμω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεανόμος -ον [κρέας, νέμω] vlees snijdend; subst. ὁ κρεανόμος voorsnijder.

German (Pape)

[ᾱ], das Fleisch (der Opfertiere) verteilend, Eur. Cycl. 243 und Sp.

Russian (Dvoretsky)

κρεᾱνόμος:разделяющий жертвенное мясо Eur.

Greek Monolingual

κρεανόμος, ὁ (Α)
1. αυτός που διανέμει το κρέας
2. ως επίθ. αυτός που κατακρεουργεί, που κατασπαράσσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -νόμος (< νέμω), πρβλ. αγορανόμος, παιδονόμος.

Greek Monotonic

κρεᾱνόμος: ὁ (νέμω), αυτός που διαμοιράζει τη σάρκα των θυσιών, κόφτης κρέατος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κρεᾱνόμος: ὁ, (νέμω) ὁ διανέμων τὸ κρέας τῶν θυμάτων, Εὐρ. Κύκλ. 245· ― ὡς ἐπίθ., ὁ σπαράττων, τέκνων Λυκόφρ. 203, πρβλ. 762.

Middle Liddell

κρεᾱ-νόμος, ὁ, νέμω
one who distributes the flesh of victims, a carver, Eur.