ποδώκεια
English (LSJ)
ἡ,
A swiftness of foot, Il.2.792 (pl.), E.IT33, Plu.Rom.25:—written ποδωκία in A.Eu.37, X.Cyn.5.27 (v.l. -εία), Hld.8.16; ποδωκίην [ῐ] Anacreont. 24.3.
German (Pape)
[Seite 643] ἡ, Fußschnelle, Schnelligkeit der Füße; im plur., ποδωκείῃσι πεποιθώς, Il. 2, 792; Eur. I. T. 33; auch Plut. Rom. 25; Lob. Phryn. p. 538.
Greek (Liddell-Scott)
ποδώκεια: ἡ, ἡ τῶν ποδῶν ταχύτης, Ἰλ. Β. 792 (ἐν τῷ πληθ.), Εὐρ. Ι. Τ. 33· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 538· ― ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἐνίοτε φέρεται ποδωκία, ὡς ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 37, Ξεν. Κυν. 5. 27, ― πιθ. ἐσφαλμένως.