περιτροχάω

Revision as of 09:51, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A = περιτρέχω, AP7.338 : c.acc., πολέες σε περιτροχόωσιν ἀοιδαί Call.Del.28 :—Med., Arat.815.

German (Pape)

[Seite 597] Nebenform von περιτρέχω, rings herumlaufen, c. acc., daher umschwärmen, schaarenweis umgeben, Ep. ad. 666 (VII, 338); Callim. Del. 38; auch med., Arat. 815.

Greek (Liddell-Scott)

περιτροχάω: παράλληλος τύπος τοῦ περιτρέχω, Ἀνθ. Π. 7. 338· μετ’ αἰτ., πολέες σε περιτροχόωσιν ἀοιδαὶ Καλλ. εἰς Δῆλ. 28· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἄρατ. 815.