πολέες
From LSJ
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
German (Pape)
[Seite 653] ep. plur. von πολύς, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
pl. épq. de πολύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολέες nom. plur. van πολύς.
Russian (Dvoretsky)
πολέες: эп. pl. к πολύς.
Greek (Liddell-Scott)
πολέες: έων, έεσσι, έας, Ἐπικ. ἀντὶ πολλοί, ῶν.
English (Autenrieth)
see πολύς.
Greek Monotonic
πολέες: -έων, -έεσσι, -έας, Επικ. αντί πολλοί, -ῶν, -έσι, -ούς, από το πολύς.