γνωμονικός
English (LSJ)
ή, όν, (
A γνώμων 1) judging by rule, X.Mem.4.2.10; fit to judge of, skilled in a thing, τινός Pl.R.467c, Iamb.Myst. 3.27. II (γνώμων 11.2.a) of or concerning sun-dials, θεωρήματα Hipparch. 1.9.8, cf. Str.1.1.20: -κός, ὁ, expert in sun-dials, AP14.139, Gal.5.652, Procl.Hyp.5.54: ἡ -κή (sc. τέχνη), the art of making them, Vitr.1.3. Adv. -κῶς Str.2.1.35. 2 forming a γνώμων (11.2. c), τρίγωνα Iamb. in Nic.p.71 P. Adv. -κῶς ib.p.77 P.
German (Pape)
[Seite 498] 1) urtheilsfähig, einsichtsvoll, Xen. Mem. 4, 2, 10; τῶν στρατειῶν Plat. Rep. V, 467 c. – 2) zur Sonnenuhr gehörig; ἡ γνωμονική, Kunst, Sonnenuhren zu machen, Vitr.; vgl. Anthol. XIV, 139.
Greek (Liddell-Scott)
γνωμονικός: -ή, -όν, (γνώμων Ι) ἁρμόδιος ὅπως παράσχῃ κρίσιν, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2,10· πεπειραμένος, ἔμπειρος ἔν τινι πράγματι, τινος Πλάτ. Πολ. 467C. ΙΙ. (γνώμων ΙΙ) ὁ ἀνήκων ἢ ἔμπειρος εἰς γνώμονας ἢ ἡλιακὰ ὡρολόγια, Ἀνθ. Π. 14.139· ἡ γνωμονική (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ κατασκευάζοντος γνώμονας, Βιτρούβ. 1.3.― Ἐπίρρ. –κῶς Στράβ. 87.