aor. -έκνησα,
A scrape off, τὸν κηρὸν τοῦ δελτίου Hdt.7.239, cf. Aen.Tact.31.14 (prob.).
[Seite 764] (s. κνάω), ausreiben, abkratzen, Her. 7, 239 (f. L. ἐξέκνισε).
ἐκκνάω: μέλλ. -ήσω, ἀποξέω, τὸν κηρὸν τοῦ δελτίου Ἡρόδ. 7. 239.