ον, (ὄροφος)
A unroofed, uncovered, Lyc.350, D.C.37.17.
[Seite 268] (ὀροφή), στέγη, ohne Dach, Lycophr. 350.
ἀνώροφος: -ον, (ὄροφος) ἄνευ ὀροφῆς, ἀστέγαστος, Λουκ. 350, Δίων Κ. 37. 17.