ἀδόξαστος

Revision as of 09:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

ον,

   A unexpected, S.Fr.223.    2 not matter of opinion, i.e. certain, Pl.Phd.84a.    II Stoic, free from δόξα, not opining, Aristo Stoic.1.78, Pers.ib.102; refusing to form opinions, Timo ap. Aristocl. ap. Eus.PE14.18. Adv. -τως, opp. δογματικῶς, S.E.P.1.15, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδόξαστος: -ον, ἀπροσδόκητος, Σοφ. Ἀποσπ. 215b. 2) ὁ μὴ ἐξαρτώμενος ἐκ τῆς δόξης, ἤτοι τῆς ἀτομικῆς γνώμης τινός, ἀλλ’ ὁ ἔχων ὡς βάσιν διαρκῆ τὴν ἐπιστήμην, = βέβαιος, Πλάτ. Φαίδων 84Α. ΙΙ. ἐνεργ. = ὁ μὴ νομίζων, ἀλλ’ ὁ γινώσκων μετὰ βεβαιότητος, Διογ. Λ. 7. 162: ― ἢ = ὁ μὴ σχηματίζων γνώμην ἐσπευσμένως, Πλούτ. 2. 1508Β: πρβλ. δόξα. ― Ἐπίρρ. -τως, ἀντίθ. πρὸς τὸ δογματικῶς, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 1. 15. κτλ.