σκίμπων

Revision as of 09:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

   A v. σκίπων.

German (Pape)

[Seite 899] ωνος, ὁ, = σκίπων, σκήπων, Stab, Stütze; σκολιῷ σκίμπωνι χερὸς διερειδομένα, Eur. Hec. 65; Plut. Camill. 22; Schol. Ar. Vesp. 727.

Greek (Liddell-Scott)

σκίμπων: μεταγεν. τύπος τοῦ σκίπων, ἐνίοτε εἰσαγόμενος καὶ εἰς τὰ Ἀντίγραφα τῶν δοκίμων συγγραφέων.