A talk much, Gal.18(1).792, Vett.Val.175.31, al., Poll.10.51, Alex.Aphr.in Top. 433.19.
[Seite 665] viel reden, Clem. Al. u. a. Sp.
πολῠλογέω: λέγω πολλά, Γαλην., Πολυδ. Ι΄, 51· ― ῥημ. ἐπίθ. πολυλογητέον, δεῖ πολυλογεῖν, Κλήμ. Ἀλ. 203.