πεζονομικός

Revision as of 09:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for the management of quadrupeds (opp. birds) ; ἡ π. ἐπιστήμη the business of managing them, Pl.Plt. 265c, cf. 264e ; τὸ π. ib.267b.

German (Pape)

[Seite 542] ή, όν, zum Weiden oder Halten von Landthieren gehörig; Plat. Polit. 267 b; ἐπιστήμη, 265 c.

Greek (Liddell-Scott)

πεζονομικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ νομεύειν καὶ περιποιεῖσθαι πεζὰ ζῷα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ πτηνά· ἡ πεζονομικὴ ἐπιστήμη, ἡ τέχνηἐμπειρία περὶ τὴν οἰκονομίαν καὶ περιποίησιν αὐτῶν, Πλάτ. Πολιτ. 265C, πρβλ. 264Ε· τὸ πεζονομικὸν εἶδος αὐτόθι 267Β.