λαγαρότης

Revision as of 09:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A slackness, Hld.9.15, Anon. ap. Suid. s.v. λαγαρόν.    II of a verse, v. foreg. 4, Eust.1464.63.

German (Pape)

[Seite 3] ητος, ἡ, die Schmächtigkeit, Dünnheit, ὁπλίζειν τε ἅμα καὶ τῇ λαγαρότητι μὴ ἐμποδίζειν τοὺς δρόμους, Heliod. 9, 15. – Vom Verse sagt Eust. 1464, 68 λαγαρότητα ἔπαθε, wenn er in der Mitte eine Kürze statt der Länge hat. S. λαγαρός.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰγᾰρότης: -ητος, ἡ, χαλαρότης, ἀδυναμία, Ἡλιόδ. 9. 15, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. λαγαρόν· - ἐπὶ στίχου, ἴδε τὸ προηγ., Εὐστ. 1464. 63..