λαγαρός

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰγᾰρός Medium diacritics: λαγαρός Low diacritics: λαγαρός Capitals: ΛΑΓΑΡΟΣ
Transliteration A: lagarós Transliteration B: lagaros Transliteration C: lagaros Beta Code: lagaro/s

English (LSJ)

ά, όν,
A hollow, sunken, of an animal's flanks, X.Cyn.4.1; of the right ventricle, λαγαρωτέρη Hp.Cord.4; λαγαρᾷ… τῇ γαστρί Philostr. Im.2.21; τὰς λ. (sc. γαστέρας) Ar.Ec.1167; λ. κύκλοι sunken, flattish, of the tortoise, Philostr.Im.1.10; λ. ποπάνευμα (cf. λαγαρίζομαι 1) AP 6.231 (Phil.): Comp., Hp. l.c.: Sup., κατὰ τὸ λαγαρώτατον in the least defensible part, Plu.Cam.25.
2 slack, loose, αὐχὴν λ. τὰ κατὰ τὴν συγκαμπήν X.Eq.1.8; of camels, D.S.2.54. Adv. λαγαρῶς, ἱππασθείς Philostr.Im.2.2.
b metaph., τὴν πόλιν ἀντὶ λαγαρᾶς καὶ ὑποσόμφου μεστὴν ἐποίησεν ἀγλαΐας Them.Or.18.222d. Adv. Comp. λαγαρώτερον, opp. σφοδρότερον, πλῆξαι τὴν χορδήν Theo Sm.p.72 H.
3 thin, narrow, δρυμῶνες (cj.) X.Cyn.6.5; of columns, lanky, D.H.16.3, Plu.Publ.15; of men, emaciated, Thphr. HP 9.10.3.
4 in Metric, στίχος λαγαρός, opp. προκοίλιος, a 'thin-waisted' verse, with a short syllable for a long one in the interior, like Il.23.493, cf. Ar.Ec.1167, Plu.2.397d, Ath.14.632e, Sch.Heph.p.289 C.
5 in Arist.HA622b23 (Comp., s.v.l.), where it is an epithet of spiders, some expl. it to mean lank, meagre, some agile, nimble.
6 of plasters, porous, absorbent, Orib.Fr.74. (Cf. λαγαίω, Lat. laxus, ONorse slak-r, Engl. slack: perhaps akin to λήγω.)

German (Pape)

[Seite 3] (vgl. λαγώς u. λαπαρός), hohl eingesunken, schmächtig, im Gegensatz des Strassen, Angespannten, Geschwollenen, Hippocr.; γαστήρ, Ar. Eccl. 1167; τὰ κάτωθεν τῶν κενεώνων λαγαρὰ καὶ αὐτοὺς τοὺς κενεῶνας, Xen. Cyn. 4, 1 u. öfter; vom Wege, schmal, Cyn. 6, 5, wie κατὰ τὸ λαγαρώτατον, wo es am schmalsten war, Plut. Cam. 25; von Säulen, πέρα τοῦ καλοῦ διάκενοι καὶ λαγαροὶ φανέντες, Plut. Poplic. 15; ποπάνευμα, Philp. 10 (VI, 231), nachher durch ὑπόκενον erkl.; von Kameelen, D. Sic. 2, 54; u. übertr., τὴν πόλιν ἀντὶ λαγαρᾶς καὶ ὑποσόμφου μεστὴν ἐποίησεν ἀγλαΐας, Themist. or. 6 p. 222; – λάπτειν erkl. Ath. VIII, 363 a durch τὸ τὴν τροφὴν πέττειν καὶ κενούμενον λαγαρὸν γίγνεσθαι; – στίχοι λαγαροί heißen bei den Grammatikern die in der Mitte eine kurze Sylbe statt einer langen haben, in der Mitte zu dünn, schmächtig sind, wie z. B. βῆν εἰς Αἰόλου κλυτὰ δώματα, Od. 10, 60; vgl. Ath. XIV, 632 c; Drac. p. 7, 15. – Adv. λαγαρῶς, Philostr. imagg. 2, 2.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 flasque, mou, vide ; efflanqué;
2 mince, grêle;
3 λαγαροὶ στίχοι, vers flasques, càd amoindris d'un temps au milieu par l'emploi d'une brève au lieu d'une longue;
Cp. λαγαρώτερος, Sp. λαγαρώτατος.
Étymologie: cf. lat. languidus.

Russian (Dvoretsky)

λᾰγᾰρός:
1 впалый: τὰ κάτωθεν τῶν κενεώνων λαγαρά Xen. впалая нижняя часть живота (у собак);
2 мягкий, гибкий (αὐχήν Xen.);
3 скудный, бедный (ποπάνευμα Anth.);
4 тонкий, узкий (κίονες Plut.): κατὰ τὸ λαγαρότατον Plut. в самом узком месте (дороги);
5 тонкий, стройный (τὸ ἀράχνιον Arst.);
6 стих. усеченный в середине на одну мору, т. е. имеющий краткий слог вместо долгого (στίχος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

λᾰγᾰρός: -ά, -όν, (ἴδε ἐν τέλ.) χαλαρός, ἐξησθενημένος, χαῦνος. κοῖλος, «βαθουλός», ἰσχνός, ἐπὶ τῶν λαγόνων ζῴου, Ξεν. Κυν. 4. 1. πρβλ. Ἱππ. 269. 3· λαγαρᾷ... τῇ γαστρὶ Φιλόστρ. 846· καὶ γαστέρας, δέον νὰ προσληφθῇ τό: τὰς λαγαρὰς ἐν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1167· λ. κύκλοι, λεπτός, ἐπὶ τῆς χέλυος τῆς λύρας, καὶ ἡ χέλυς... λαγαροὺς περιβέβληται κύκλους Φιλόστρ. 778· λ. ποπάνευμα (πρβλ. λαγαρίζομαι) Ἀνθ. Π. 6. 231· - συγκρ. -ώτερος Ἱππ. 269· ὑπερθ., κατὰ τὸ λαγαρώτατον, κατὰ τὸ ἀσθενέστατον καὶ μᾶλλον ἀνυπεράσπιστον μέρος, Πλουτ. Κάμιλλ. 25. 2) χαλαρός, ὑποχωρῶν, αὐχὴν λ. κατὰ τὴν συγκαμπὴν Ξεν. Ἱππ. 1, 8· ἐπὶ καμήλων, Διοδ. 2. 54· οὕτω, λαγαρῶς ἱππάζεσθαι Φιλόστρ. 813. 3) λεπτός, στενός, ἐπὶ ὁδοῦ, Ξεν. Κυν. 6, (ἀλλὰ τὸ χωρίον εἶναι ἐφθαρμένον)· ἐπὶ κιόνων, λεπτός, ἰσχνός, Πλουτ. Ποπλ. 15. 4) στίχος λαγαρὸς ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ προκοίλον, ἄτονος, ἀσθενὴς στίχος ἔχων βραχεῖαν συλλαβὴν ἀντὶ μακρᾶς ἐν τῷ μέσῳ, οἷον ἐν Ἰλ. Β. 731, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1167, πρβλ. Δράκοντα 7. 15, Ἀθήν. 632Ε, Ἡφαιστ. 182. 5) ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 38, 1, ἔνθα εἶναι ἐπίθ. τῶν ἀραχνίων, τινὲς μὲν ἑρμηνεύουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν ἰσχνός, ἀσθενής, ἕτεροι δὲ εὐκίνητος, κοῦφος. (Ἐκ √ΛΑΓ, πρβλ. Λατ. lang-ueo, lang-ui-dus, lax-us, lass-us, καὶ ἴσως Ἀρχ. Σκανδιν. s-lak-r, Ἀγγλ. s-lack· = ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὸ λάγνος, κτλ., εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν· - πρβλ. ὡσαύτως λήγω).

Greek Monolingual

-ή, -ό θηλ. και -ά (AM λαγαρός, -ά, -όν)
1. χαλαρός, άτονος («καὶ ἡ χέλυς... λαγαροὺς περιβέβληται κύκλους», Φιλόστρ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαγαρά
οι λαγόνες, τα μαλακά μέρη του σώματος που βρίσκονται κάτω από τα πλευρά («τὰ κάτωθεν τῶν κενεώνων λαγαρά», Ξεν.)
νεοελλ.
1. διαυγής, καθαρός, λαγαρισμένος
2. αυτός που δεν έχει νοθευθεί, που δεν περιέχει ξένες ουσίες, αμιγής («λαγαρό χρυσάφι»)
(μσν. -αρχ.) ισχνός, αδύνατος
αρχ.
1. (για τις λαγόνες ή για την κοιλιά ζώου) κοίλος, βαθουλωτός («λαγαρᾷ... τῇ γαστρί», Φιλόστρ.)
2. μτφ. νωχελικός, νωθρός («τὴν πόλιν ἀντὶ λαγαρᾱς καὶ ὑποσόμφου μεστὴν ἐποίησεν ἀγλαΐας», Θεμίστ.)
3. (για κίονες) λεπτός, κομψόςπέρα του καλοῦ διάκενοι καὶ λαγαροὶ φανέντες», Πλούτ.)
4. (για δρόμο) στενός
5. (για αράχνες) πιθ. ελαφρός, ευκίνητος ή, κατ' άλλους, ασθενής
6. (για έμπλαστρο) πορώδης, απορροφητικός
7. (για στίχο) αυτός που έχει στο μέσον βραχεία συλλαβή αντί για μακρά, σε αντιδιαστολή με τον προκοίλιο στίχο.
επίρρ...
λαγαρῶς (Α)
ασθενώς, χαλαρώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαγ- (πρβλ. λαγαίω) + επίθ. -αρός, (πρβλ. λιπαρός, χαλαρός). Ο τ. συνδέεται με τοχαρ. A slākkar «λυπημένος», λατ. laxus «χαλαρός» και πιθ. με το αρχ. ινδ. ślaksna- «γλιστερός, ισχνός»].

Greek Monotonic

λᾰγᾰρός: -ά, -όν,
1. χαλαρός, εξασθενημένος, ισχνός, κοίλος, βαθουλός, λέγεται για τα πλευρά ζώου, σε Ξεν.· κατὰ τὸ λαγαρώτατον, στο ασθενέστερο και μάλλον ανυπεράσπιστο μέρος, σε Πλούτ.
2. ισχνός, χαλαρός, υποχωρητικός, σε Ξεν.

Middle Liddell

λᾰγᾰρός, ή, όν
1. slack, hollow, sunken, of the flanks, Xen.:— κατὰ τὸ λαγαρώτατον in the least defensible part, Plut.
2. slack, loose, pliant, Xen.

English (Woodhouse)

hollow, fallen in

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=χαλαρός, λεπτός). Ἀπό ρίζα λαγ- (ἀπό τήν ἴδια ρίζα τά: λαγών -όνος (=κάθε κοίλωμα) λάγνος λαγώς -λήγω.
Παράγωγα: λαγαρότης, λαγαρίζομαι, λαγαροῦμαι.

Translations

narrow

Afrikaans: smal; Albanian: i ngushtë; Arabic: ضَيِّق‎; Egyptian Arabic: ضيق‎; Moroccan Arabic: مضيق‎, مضيقة‎; Armenian: նեղ; Aromanian: strãmtu, ngustu; Asturian: estrechu; Azerbaijani: dar; Bashkir: тар; Basque: estu; Belarusian: вузкі; Bikol Central: hayakpit; Bulgarian: тесен; Burmese: ကျဉ်း, ကျဉ်းကျပ်; Catalan: estret, estreta, angost; Chechen: готта; Cherokee: ᏯᏙᏟ; Chinese Cantonese: 窄; Mandarin: 窄; Crimean Tatar: tar; Czech: úzký; Danish: snæver, tæt, smal; Dutch: nauw, smal; Eshtehardi: تینگ‎; Esperanto: streta, mallarĝa, malvasta; Estonian: kitsas; Farefare: mika; Faroese: smalur, trongur, trongligur, snævur; Finnish: kapea; French: étroit; Friulian: stret; Gagauz: dar, дар; Galician: estreito, angosto, apertado; Georgian: ვიწრო; German: eng, begrenzt, schmal; Gothic: 𐌰𐌲𐌲𐍅𐌿𐍃; Greek: στενός; Ancient Greek: ἀραιός, λαγαρός, ὀλίγος, πυκνός, στεινός, στεῖνος, στενός, στένος, στενόχωρος, στενωπός, ψυδνός, ψύθιος; Guaraní: po'i; Haitian Creole: jennen, jis; Hebrew: צר‎; Higaonon: malig-ut; Hindi: तंग; Hungarian: szűk, keskeny; Icelandic: þröngur; Indonesian: sempit; Ingush: готта; Irish: cúng, caol; Old Irish: cumung, cáel; Istriot: strento; Italian: stretto, angusto; Japanese: 狭い; Javanese: sesak; Kanakanabu: 'anuupica; Karachay-Balkar: тар; Karaim: tar; Kashubian: wąsczi; Kazakh: тар; Khakas: тар; Khmer: ចង្អៀត; Korean: 좁은, 좁다; Kurdish Central Kurdish: تەسک‎; Kumyk: тар; Kyrgyz: тар; Lao: ຄັບ; Latgalian: šaurs; Latin: angustus, artus; Latvian: šaurs; Limburgish: nej, smaal; Lithuanian: siauras; Macedonian: тесен; Maguindanao: magaget; Malay: sempit; Maltese: dojoq; Middle English: narwe; Mizo: zím; Mongolian: нарийн; Ngazidja Comorian: -samivu; Nogai: тар; Norman: êtrait; Norwegian Bokmål: smal, trang; Nynorsk: smal, trong; Occitan: estreit, estrech; Old Church Slavonic Cyrillic: ѫзъкъ; Glagolitic: ⱘⰸⱏⰽⱏ; Old East Slavic: узъкъ; Oromo: dhiphoo; Ossetian: нарӕг; Persian: تنگ‎; Plautdietsch: schmaul, enj; Polish: wąski, cienki; Portuguese: estreito, estreita; Quechua: kicki; Rapa Nui: rikiriki, vakavaka; Romanian: strâmt, îngust; Romansch: stretg; Russian: узкий, тесный; Rusyn: узкый; Sanskrit: अंहु; Sardinian: istrintu, strintu; Scottish Gaelic: caol, cumhang; Serbo-Croatian Cyrillic: у̏зак, уски; Roman: ȕzak, uski; Sherpa: དོག་པུ; Shor: тар; Sicilian: strittu; Slovak: úzky; Slovene: ozek; Sorbian Lower Sorbian: wuski, huzki; Southern Altai: тар; Spanish: estrecho, angosto; Swedish: trång, smal, långsmal; Tabasaran: дар; Tajik: танг; Tamil: குறுகிய; Tatar: тыгыз,тар; Telugu: ఇరుకైన, సన్నని; Tetum: kloot; Thai: แคบ; Tibetan: དོག་པོ; Tofa: тар; Turkish: dar; Turkmen: dar; Tuvan: тар; Ukrainian: вузький, вузький; Urdu: تنگ‎; Uyghur: تار‎; Uzbek: tor; Venetian: streto, stret, strento, strent; Vietnamese: hẹp, chật hẹp, eo hẹp, chật; Walloon: stroet, stroete; Welsh: cul; West Frisian: smel; Western Bukidnon Manobo: meliɣet; Westrobothnian: snjev; Yakut: кыараҕас, синньигэс; Yiddish: ענג‎, שמאָל‎; Zazaki: teng; Zealandic: smal