πέκος
English (LSJ)
Aeol. πέκκος, τό,
A = πόκος, An.Ox.3.358 ; also πεῖκος, Hsch. (-κός cod.).
German (Pape)
[Seite 547] τό, Fell, bes. das abgeschorene Vließ, VLL., vgl. πέσκος u. πόκος.
Greek (Liddell-Scott)
πέκος: Αἰολ. πέκκος, τό, = πόκος, Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 358· - Κατὰ Σουΐδ.: «πέκος, δέρμα, κῴδιον»· - ὡσαύτως πέσκος, Νικ. Θηρ. 548 ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «τὸν φλοιὸν τῆς βοτάνης, ἤγουν τὸ λέπος».