δρῖλος
English (LSJ)
ὁ, expld. by Lat.
A verpus, sens. obsc., AP11.197 (Lucill.); δρεῖλος, Supp.Epigr.2.353 (Amphissa).
German (Pape)
[Seite 667] ὁ, der Regenwurm. Bei Lucill. 8 (XI, 197) wird es λειπόδερμος erkl., fellator.
Greek (Liddell-Scott)
δρῖλος: ὁ, λιπόδερμος, ψωλός, Λατ. verpus, Ἀνθ. Π. 11. 197. 2) ἕλμινς, σκώληξ τῆς γῆς, Ἐπιγράμμ.