τρῐχῖτις: ῐδος, ἡ, εἶδος στυπτηρίας καλουμένη οὕτως ὡς ἀποτελουμένης ἐξ ἰνῶν τριχοειδῶν, «ἐξεσμένη κατὰ μονάδας, πολιαῖς θριξὶν ἐμφερῶς, οἵα ἐστὶν ἡ λεγομένη τριχῖτις» Διοσκ. περὶ Στυπτηρίας 5, 122 (123).