τριχῖτις
From LSJ
English (LSJ)
-ιδος, ἡ, a sort of alum, so called from its fibrous nature, Dsc. 5.106.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχῖτις: ῐδος, ἡ, εἶδος στυπτηρίας καλουμένη οὕτως ὡς ἀποτελουμένης ἐξ ἰνῶν τριχοειδῶν, «ἐξεσμένη κατὰ μονάδας, πολιαῖς θριξὶν ἐμφερῶς, οἵα ἐστὶν ἡ λεγομένη τριχῖτις» Διοσκ. περὶ Στυπτηρίας 5, 122 (123).