ἀποτραχύνω
English (LSJ)
pf.
A ἀποτετράχυκα D.H.Comp.22:—make rough or hard: metaph., τὴν ἁρμογήν l.c.; but ἀ. τὴν ἀκοήν grate on the ear, Id.Dem.43:—Pass., to be or become rough or hard, Thphr.HP6.4.2.
German (Pape)
[Seite 332] rauh machen, verhärten, Theophr.; erbittern, ἀποτετράχυκε D. Hal. C. V. 22 p. 310; τὸ ἀποτραχυνόμενον, Strenge, Ernst, Longin.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτρᾰχύνω: καθιστῶ τι τραχύ, σκληρύνω, Λατ. exasperare, (μεταφ.), Διόν. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 22: ― Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι τραχύς, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 6. 4, 2.