ἐπιτρεπτέον

Revision as of 09:58, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

   A one must commit, permit, c. dat., X.Hier.8.9, Pl. Smp.213e ; τινὶ περί τινος Men.Epit.2 ; τινί c.inf., Jul.Or.2.85d : also pl., ἐκείνοισι..οὐκ ἐπιτρεπτέα ἐστί Hdt.9.58.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτρεπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐπιτρέπω, δεῖ ἐπιτρέπειν, Ξεν. Ἱέρ. 8. 9, Πλάτ. Συμπ. 213Ε· οὕτως ἐν τῷ πληθ., ἐκείνοισι... οὐκ ἐπιτρεπτέα ἐστί Ἡρόδ. 9. 58.