ἐπιτρεπτέον

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτρεπτέον Medium diacritics: ἐπιτρεπτέον Low diacritics: επιτρεπτέον Capitals: ΕΠΙΤΡΕΠΤΕΟΝ
Transliteration A: epitreptéon Transliteration B: epitrepteon Transliteration C: epitrepteon Beta Code: e)pitrepte/on

English (LSJ)

one must commit, permit, c. dat., X.Hier.8.9, Pl.Smp. 213e; τινὶ περί τινος Men.Epit.2; τινί c.inf., Jul.Or.2.85d: also pl., ἐκείνοισι..οὐκ ἐπιτρεπτέα ἐστί Hdt.9.58.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτρεπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐπιτρέπω, δεῖ ἐπιτρέπειν, Ξεν. Ἱέρ. 8. 9, Πλάτ. Συμπ. 213Ε· οὕτως ἐν τῷ πληθ., ἐκείνοισι... οὐκ ἐπιτρεπτέα ἐστί Ἡρόδ. 9. 58.

Greek Monotonic

ἐπιτρεπτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να επιτρέψει κάποιος, σε Ξεν.· ομοίως, στον πληθ. ἐπιτρεπτέα, σε Ηρόδ.