ἐπεισρέω

Revision as of 09:59, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

English (LSJ)

   A flow in upon or besides, Trag.Adesp.89, Ph.Fr.73 H., Plu.Num.20, Luc. Alex.49.

German (Pape)

[Seite 912] (s. ῥέω), noch dazu hineinfließen, herbeiströmen, Luc. Alex. 49 Plut. Num. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισρέω: μέλλ. -ρεύσομαι, εἰσρέω ὑπεράνωθέν τινος, ὡς ὅτανθάλασσα ὁρμᾷ κατὰ τῶν πλευρῶν πλοίου καὶ εἰσρέῃ εἰς αὐτὸ ὑπεράνωθεν αὐτῶν, καὶ τὴν μὲν ἐξηντλοῦμεν, ἡ δ’ ἐπεισρέει Ποιητ. παρ’ Ἀρρ. ἐν Περίπλ. Εὐξ. Πόντ. 3, ἐν τέλει· οἷον ἐκ πηγῆς τῆς Νουμᾶ σοφίας τῶν καλῶν καὶ δικαίων ἐπεισρεόντων εἰς ἅπαντας Πλουτ. Νουμ. 20, Λουκ. Ἀλέξ. 49, Ἀθήν. 156Ε.