πρωθύστερος

Revision as of 10:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

ον,

   A hindmost foremost, last first, π. ὁ τρόπος Sch.E.Or.702: neut.,= ὕστερον πρότερον, Sch.E.Ph.887, etc.

Greek (Liddell-Scott)

πρωθύστερος: -ον, ὁ ὕστερος πρῶτος, πρ. ὁ τρόπος Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 702· οὐδ. πρωθύστερον = ὕστερον πρότερον, σχῆμα λόγου καθ’ ὃ τὰ πρῶτα τάσσονται ὕστερα καὶ τἀνάπαλιν, Εὐρ. Φοίν. 887, κτλ.