πρωθύστερος
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
πρωθύστερον, hindmost foremost, last first, π. ὁ τρόπος Sch.E.Or.702: neut., = ὕστερον πρότερον, Sch.E.Ph.887, etc.
Greek (Liddell-Scott)
πρωθύστερος: -ον, ὁ ὕστερος πρῶτος, πρ. ὁ τρόπος Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 702· οὐδ. πρωθύστερον = ὕστερον πρότερον, σχῆμα λόγου καθ’ ὃ τὰ πρῶτα τάσσονται ὕστερα καὶ τἀνάπαλιν, Εὐρ. Φοίν. 887, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο / πρωθύστερος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που προτάσσεται ενώ θα έπρεπε να επιτάσσεται, που τίθεται πρώτος ενώ θα έπρεπε να έπεται
2. φρ. «πρωθύστερο σχήμα» ή απλώς «το πρωθύστερο»
(ενν. σχήμα) γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο προτάσσεται ένας όρος ή μια πράξη που χρονικά και λογικά θα έπρεπε να ακολουθεί και να επιτάσσεται (α. «γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν' αλλάξης;», δημ. τραγούδι
β. «οἵ οἱ πρόσθεν ἅμα τράφειν ἠδὲ γένοντο», Ομ. Ιλ.)
β) (λογ.) συλλογισμός κατά τον οποίο λαμβάνεται ως αποδεικτικός λόγος μια πρόταση της οποίας η αλήθεια είναι επακολούθημα της αποδεικτέας πρότασης.
επίρρ...
πρωθυστέρως και πρωθύστερα Ν
με πρωθύστερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + ὕστερος.