τέθμιος

Revision as of 10:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

   A v. θέσμιος, τεθμός, v. θεσμός. τεθμοφούλαξ, v. θεσμοφύλαξ.

German (Pape)

[Seite 1079] dor. statt θέσμιος, festgesetzt, gesetzmäßig, herkömmlich; ἑορτὰν Ἡρακλέος τέθμιον, Pind. N. 11, 27; τέθμιόν μοί φαμι σαφέστατον εἶναι, I. 5, 20, das von mir aufgestellte Gesetz; sp. D., wie Opp. Cyn. 1, 450 u. Anth.

Greek (Liddell-Scott)

τέθμιος: -ον, ἢ α, ον, Δωρ. ἀντὶ θέσμιος, τεθειμένος, ὡρισμένος, κανονικός, Λατ. solennis, ἑορτὴν Ἡρακλέος τέθμιον Πινδ. Ν. 11. 35· τέθμιαι ὧραι Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 87. ΙΙ. τέθμιον, τό, = τῷ ἑπομ., νόμος, Πινδ. Ι. 6 (5), 28, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἄρτ. 174, εἰς Δήμ. 12, Ὀππ. Κυν. 1. 450.