κενοφροσύνη

Revision as of 10:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

and κενό-φρων, v. κενεοφρ-.

German (Pape)

[Seite 1417] ἡ, übler Sinn, leerer Wahn; Plut. Ages. 37; Phot. erkl. ματαιοφροσύνη.

Greek (Liddell-Scott)

κενοφροσύνη: ἡ, κενότης νοῦ, κενόν, μάταιον φρόνημα, Τίμων 3. 2, Πλουτ. Ἀγησ. 37· «κενοφροσύνη· ματαιοφροσύνη» Φώτ.