ἀνυτικός

Revision as of 10:01, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ή, όν,

   A = ἀνυστικός, effective, X.Eq.Mag.2.6 (Comp.), Oec.20.22 (Sup.), Plb.8.3.3 (Comp.); λόγοι S.E.M.9.182 (Sup.); of persons, J.BJ5.9.1 (Comp.), 1.17.8 (Sup.).    2 rapid, ἀνυτικωτέραν ποιε̄ν τὴν κίνησιν Arist.PA682b1. Adv.-κῶς [Longin.]Rh.p.190H.

German (Pape)

[Seite 267] = ἀνυστικός, Xen. Oec. 20, 22; χρημάτισις M. Anton. 4, 50.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνῠτικός: -ή, -όν, = ἀνυστικός, Ξεν. Ἱππαρχ. 2. 6, Οἰκ. 20. 22. 2) ὁρμητικός, ταχύς, ἀνυτικωτέραν ποιεῖν τὴν κίνησιν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 1: - κατακρίνεται ὑπὸ Λοβ. Παράλ. 431. - Ἐπίρρ. -κῶς Λογγίνου Ἀποσπ. 8. 8.