χρημάτισις

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρημᾰτῐσις Medium diacritics: χρημάτισις Low diacritics: χρημάτισις Capitals: ΧΡΗΜΑΤΙΣΙΣ
Transliteration A: chrēmátisis Transliteration B: chrēmatisis Transliteration C: chrimatisis Beta Code: xrhma/tisis

English (LSJ)

-εως, ἡ, = χρηματισμός (doing business for one's own gain, money-making) ΙΙ, X.Oec.11.11, 20.22, Ael.Fr.186.
II Astrol., operation, activity, Vett.Val.289.31.

German (Pape)

[Seite 1374] ἡ, = Folgdm; ἀνυτικωτάτην χρημάτισιν ἀπὸ γεωργίας ἐπετήδευσε Xen. Oec. 20, 22; Suid.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de faire des affaires pour gagner de l'argent ; gain.
Étymologie: χρηματίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

χρημάτισις: εως (ᾰ) ἡ получение прибыли, извлечение доходов (ἀπὸ γεωργίας Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

χρημάτῐσις: [ᾰ], εως, ἡ, = τῷ ἑπομ. ΙΙ, ἀνυτικωτάτην χρημάτισιν ἀπὸ γεωργίας ἐπετήδευσε Ξεν. Οἰκ. 11, 11., 20, 22.

Greek Monolingual

και χρημάτιξις, -ίξεως, ἡ, Α χρηματίζω
1. πρόσκτηση χρημάτων, χρηματισμός
2. αστρολ. (για τα άστρα) επιρροή, επίδραση.