χρημάτισις
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
English (LSJ)
-εως, ἡ, = χρηματισμός (doing business for one's own gain, money-making) ΙΙ, X.Oec.11.11, 20.22, Ael.Fr.186.
II Astrol., operation, activity, Vett.Val.289.31.
German (Pape)
[Seite 1374] ἡ, = Folgdm; ἀνυτικωτάτην χρημάτισιν ἀπὸ γεωργίας ἐπετήδευσε Xen. Oec. 20, 22; Suid.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de faire des affaires pour gagner de l'argent ; gain.
Étymologie: χρηματίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
χρημάτισις: εως (ᾰ) ἡ получение прибыли, извлечение доходов (ἀπὸ γεωργίας Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
χρημάτῐσις: [ᾰ], εως, ἡ, = τῷ ἑπομ. ΙΙ, ἀνυτικωτάτην χρημάτισιν ἀπὸ γεωργίας ἐπετήδευσε Ξεν. Οἰκ. 11, 11., 20, 22.
Greek Monolingual
και χρημάτιξις, -ίξεως, ἡ, Α χρηματίζω
1. πρόσκτηση χρημάτων, χρηματισμός
2. αστρολ. (για τα άστρα) επιρροή, επίδραση.