καταλσής

Revision as of 10:02, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές, (ἄλσος)

   A woody, Str.5.3.11:—later κάτ-αλσος, ον, Eust.ad D.P.321.

German (Pape)

[Seite 1361] ές (so accent. Kramer richtig), Strab. V, 3 p. 238, mit vielen Hainen.

Greek (Liddell-Scott)

καταλσής: -ές, πλήρης ἄλσους ἢ δάσους, Στράβων 258·― παρὰ μεταγ. (ὡς Εὐστ., Διον. 321, Μαλαλ. σ. 78.12) ὡσαύτως κάταλσος, ον, ἐρεμνά, ὅ ἐστι σύμφυτα καὶ δασέα καὶ κάταλσα Εὐστ.· συνηρεφὴς καὶ κάταλσος Ἄχμ. Ὀνειρ.