δυσπαρακόμιστος

Revision as of 10:02, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

ον,

   A hard to carry along, Plu.Demetr.19; πλοῦς δ. a difficult voyage, Plb.3.61.2.

German (Pape)

[Seite 686] schwer fortzuschaffen; Plut. Demetr. 19; πλοῦς, schwierig, Pol. 3, 61, 2.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαρακόμιστος: -ον, δυσκόλως παρακομιζόμενος , δυσκολομετακόμιστος, Πλούτ. Δημητρ. 19· πλοῦς δ., δύσκολος πλοῦς, δύσκολον ταξείδιον, Πολύβ. 3. 61, 2.