ἀντεναντίωσις

Revision as of 10:03, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

English (LSJ)

εως, ἡ, Rhet.,

   A positive statement made in a negative form, as οὐκ ἐλάχιστα for μέγιστα, Alex.Fig.2.23, Zonae.Fig. 22.

German (Pape)

[Seite 246] ἡ, die Redefigur, welche durch Verneinung eines Begriffs den entgegengesetzten bezeichnet, Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεναντίωσις: -εως, ἡ, ῥητορικὸν σχῆμα καθ’ ὃ τὸ ἐναντίον ὄνομά τινος τιθέντες αὐτὸ ἐκεῖνο σημαίνομεν, οἷον ἐχθροὺς ἔσχεν οὐ τοὺς ἀδυνατωτάτους λέγειν καὶ πράττειν, δηλ. τοὺς δυνατωτάτους, Ρήτορες (Walz) 8. 481.