τό, Dim. of τράχηλος,
A butt-end of a spear, EM732.1, Harp. s.v. στύραξ.
τρᾰχήλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τράχηλος, τὸ κάτω τοῦ δόρατος, σαυρωτήρ, στύραξ, Ἐτυμ. Μέγα 732, 1, ἐν λ. στύραξ.