σαυρωτήρ

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαυρωτήρ Medium diacritics: σαυρωτήρ Low diacritics: σαυρωτήρ Capitals: ΣΑΥΡΩΤΗΡ
Transliteration A: saurōtḗr Transliteration B: saurōtēr Transliteration C: savrotir Beta Code: saurwth/r

English (LSJ)

σαυρωτῆρος, ὁ, ferrule or spike at the butt-end of a spear, by which it was stuck into the ground, Il.10.153, Hdt.7.41, Plb.6.25.6, 11.18.4, AP6.110 (Leon. or Mnasalc.), Sch.Th.Oxy.853 v 30.

German (Pape)

[Seite 865] ῆρος, ὁ, das untere Ende der Lanze, des Speerschaftes; Il. 10, 153; Her. 7, 41 (wofür Ath. XII, 514 στύρακες sagt); Pol. 6, 25, 6. 11, 18, 4; sonst οὐρίαχος; bes. eine Art von eiserner Spitze, die Lanze. damit in die Erde zu stecken, auch im Nothfall damit zu fechten; übh. Lanze, Speer, Leon. Tar. 32 (VI, 110).

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
pointe de fer ajustée au bas de la lance pour la fixer en terre.
Étymologie: DELG σαύρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαυρωτήρ -ῆρος, ὁ [σαύρα] uiteinde van een lans, lans-schoen.

Russian (Dvoretsky)

σαυρωτήρ: ῆρος ὁ
1 нижнее острие копья Hom., Her., Polyb.;
2 копье Anth.

English (Autenrieth)

ῆρος: a spike at the butt-end of a spear, by means of which it could be stuck in the ground, Il. 10.153†. (See cut No. 4.)

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
σιδερένια αιχμή που περιέβαλλε το κάτω άκρο του δόρατος και χρησίμευε για να καρφώνεται το δόρυ στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαύρα + επίθημα -ωτήρ, πιθ. μέσω αμάρτυρου σαυρόω (πρβλ. τροπωτήρ)].

Greek Monotonic

σαυρωτήρ: -ῆρος, ὁ, σιδερένια αιχμή στο κάτω άκρο του δόρατος, που χρησίμευε για να στερεώνεται το κοντάρι στο έδαφος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

σαυρωτήρ: -ῆρος, ὁ, σιδήριόν τι ἢ εἶδος αἰχμῆς εἰς τὸ κάτω ἄκρον τοῦ δόρατος, δι’ οὗ ἐστήνετο εἰς τὸ ἔδαφος, οὐρίαχος, στύραξ. Ἰλ. Κ. 153, Ἡρόδ. 7. 41· πρβλ. Πολύβ. 6. 25, 6., 11. 18, 4, Ἀνθ. Π. 6. 110. ΙΙ. ὁ τύπος σαυροβρῑθής μνημονευόμενος ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. δεικνύει ὅτι σαῦρος ἐσήμαινεν ὡσαύτως σαυρωτήρ.

Middle Liddell

σαυρωτήρ, ῆρος, ὁ,
a spike at the butt-end of a spear, by which it was stuck into the ground, Il., Hdt. [deriv. uncertain]