ον,
A rattling round, κύμβαλα ib.9.117, cf. 10.223.
[Seite 581] rings umher rasselnd, tönend, κύμβαλα, Nonn. D. 9, 117. 10, 223.
περίκροτος: -ον, ὁ πέριξ κροτῶν, περιηχῶν, κύμβαλα Νόνν. Δ. 9. 117, πρβλ. 10, 223.