περίκροτος

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίκροτος Medium diacritics: περίκροτος Low diacritics: περίκροτος Capitals: ΠΕΡΙΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: períkrotos Transliteration B: perikrotos Transliteration C: perikrotos Beta Code: peri/krotos

English (LSJ)

περίκροτον, rattling round, κύμβαλα ib.9.117, cf. 10.223.

German (Pape)

[Seite 581] rings umher rasselnd, tönend, κύμβαλα, Nonn. D. 9, 117. 10, 223.

Greek (Liddell-Scott)

περίκροτος: -ον, ὁ πέριξ κροτῶν, περιηχῶν, κύμβαλα Νόνν. Δ. 9. 117, πρβλ. 10, 223.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που κροτεί ολόγυρα, που αντηχεί από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κρότος (πρβλ. επίκροτος)].