ἐρυθρόνιον
English (LSJ)
τό,
A = σατύριον, Ps.-Dsc.3.128.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυθρόνιον: τό, φυτόν τι ἐκ τοῦ γένους τοῦ σατυρίου, «σατύριον τὸ ἐρυθρόνιον, οἱ δὲ σατύριον ἐρυθραϊκὸν» Διοσκ. 3. 1 44.
τό,
A = σατύριον, Ps.-Dsc.3.128.
ἐρυθρόνιον: τό, φυτόν τι ἐκ τοῦ γένους τοῦ σατυρίου, «σατύριον τὸ ἐρυθρόνιον, οἱ δὲ σατύριον ἐρυθραϊκὸν» Διοσκ. 3. 1 44.