A = δύναμαι, δυνατήσει τὸ συμβαῖνον ἴσχειν Phld.Sign. 11. 2 to be mighty, 2 Ep.Cor.13.3.
[Seite 673] viel vermögen, N. T, Ggstz ἀσθενέω.
δῠνᾰτέω: εἶμαι δυνατός, ἰσχυρός, Β. Ἐπιστ. π. Κορινθ. ιγ’, 3.