αὔτοπτος
English (LSJ)
ον,
A self-revealed, Jul.Or.7.221b, Suid.; ἐπ' αὐτόπτῳ, gloss on ἐπ' αὐτοφώρῳ, Hsch. II = αὐτοπτικός 11, PMag.Lond. 121.319,727, PMag.Par.1.162.
German (Pape)
[Seite 400] selbst gesehen, selbst ertappt, wie αὐτόφωρος, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
αὔτοπτος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ ἀποκαλυπτόμενος, φανερὸς γινόμενος, Ἰουλιαν. 221A· - «ἐπ’ αὐτόπτῳ» Σουΐδ. ἐν ἐπ’ αὐτοφώρῳ. - Ἐπίρρ. τως Ἐκκλ.