αὐτοπτικός
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
English (LSJ)
αὐτοπτική, αὐτοπτικόν,
A of an eye-witness, πίστις Scymn.129; opp. λογικός, Gal.16.600. Adv. αὐτοπτικῶς Id.13.350.
II concerned with a direct vision of divinity, λεκανομαντία PMag.Par.1.221 (αὐθ-); αὐ. λεκάνης ἐνέργεια a personal and active power of dish-divination, Harp.Astr. in Cat.Cod.Astr.8 (3).136.10; λόγος PMag.Lond.46.53, cf. 121.335; δεῖξις Iamb.Myst. 2.6.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Grafía: graf. αὐθ- PMag.4.221
I 1que depende del testimonio visual πίστις Scymn.129, op. λογικός Gal.16.600.
2 que comporta una visión inspirada λεκανομαντ<ε>ία PMag.l.c., αὐτοπτικὴν ἔχειν λεκάνης ἐνέργεια poseer la energía clarividente de la vasija Harp.Astr. en Cat.Cod.Astr.8(3).136.10, δεῖξις Iambl.Myst.2.6, cf. PMag.7.335.
II adv. -ῶς según testimonio visual Gal.13.350.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοπτικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ αὐτόπτου, πίστις αὐτ. Σκύμν. 128. 2) ὁ τῆς αὐτοψίας, Ἰάμβλ. 73. 14., 82. 16.
Greek Monolingual
-ή,-ό (Α αὐτοπτικός, -ή -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυτόπτη ή στην αυτοψία.
Léxico de magia
-όν graf. αὐθ- 1 relativo a una visión directa esp. de la divinidad αὐθοπτικῆς λεκανομαντείας ἅμα καὶ νεκυοαγωγῆς σκέψις observación de una lecanomancia de visión directa de la divinidad junto con una necromancia P IV 221 2 subst. ἡ ἀ. práctica para obtener una visión directa P VII 335