αὐτόφωρος

English (LSJ)

αὐτόφωρον, (φώρ)
A self-detected, ἀμπλακήματα S.Ant.51.
II mostly in the phrase ἐπ' αὐτοφώρῳ λαμβάνειν to catch in the act, Lys.13.85, D.19.132; ἑλεῖν E.Ion1214; ἐλέγχειν Lys.7.42: with pass. Verbs, ἐπ' αὐτοφώρῳ ἁλῶναι Hdt.6.72; εἰλῆφθαι Ar.Pl.455, Eup.181: hence,
2 in a more general sense, notoriously, manifestly, ἐπιβουλεύοντας φανῆναι ἐπ' αὐ. Hdt. 6.137; ἐπ' αὐ. αὐτὸν ἐλέγξω Lys.13.30; τὸν θάνατόν τινος ἐπ. αὐ. μηχανωμένη Antipho 1.3; ἐπ' αὐ. καταλαμβάνειν τινὰ ἀμαθέστερον ὄντα Pl.Ap.22b, cf. R.359c; ἐπ' αὐ. εἴλημμαι πλουσιώτατος ὤν X. Smp.3.13; ἀξιῶ σε… ἐπ'. αὐ. ταῦτά μοι ἐπιδεῖξαι Lys.1.21; ἐπ' αὐ. κλέπται ὄντες ἐξελεγχόμενοι Aeschin.3.10.

Spanish (DGE)

-ον
I que se descubre por sí mismo πρὸς αὐτοφόρων ἀμπλακημάτων por crímenes que se denuncian a sí mismos S.Ant.51, μηνυθείσης αὐτῷ τῆς πράξεως αὐτοφώρου al serle denunciado el hecho descubierto en flagrante D.S.2.28
de pers. cogido en flagrante τοὺς τὰ τοιαῦτα μηχανωμένους κολάζειν, μὴ μόνον αὐτοφώρους castigar a los autores de tales maquinaciones, no sólo si son cogidos en flagrante Th.6.38, εἰ δίκης ἔδει κατὰ αὐτοφόρων si hubiese necesidad de juicio contra gentes cogidas en flagrante App.BC 3.15, καὶ γὰρ ἂν αὐτόφωρος ἁλισκοίμην pues sería sorprendido en flagrante D.C.44.38.3, ἐπ' αὐτοφώρους τοὺς ἐχθροὺς τὰ ὅπλα εὐθὺς ἐπιφέροντες dirigiendo las armas inmediatamente contra los enemigos cogidos en flagrante D.C.38.41.7.
II ἐπ' αὐτοφώρῳ
1 jur. en flagrante, en el acto mismo ref. a delitos ἐπ' αὐτοφώρῳ πρέσβυν ὡς ἔχονθ' ἕλοι E.Io 1214, ἐπ' αὐτοφώρῳ δεινὰ δρῶντ' εἰλημμένω Ar.Pl.455, cf. Eup.193.6, Hdt.6.72, Pl.Lg.942a, ἐπιβουλεύοντας ἐπιχειρήσειν ἐπ' αὐτοφώρῳ φανῆναι Hdt.7.6, τὸν θάνατόν τινος ἐπ' αὐτοφώρῳ μηχανωμένη Antipho 1.3, ἐπ' αὐτοφώρῳ τῇ ἀπαγωγῇ ἐπιγέγραπται en la propuesta de detención está escrito «en flagrante delito» Lys.13.85, ἐξὸν ἐπ' αὐτοφώρῳ ἐλέγξαι siendo posible acusar de flagrante delito Lys.7.42, cf. Aeschin.3.10
c. un inf. en el acto mismo de εἵλετο γὰρ Βορμίλκας ἐπ' αὐτοφώρῳ γενόμενος συνεργεῖν Ἀγαθοκλεῖ porque Bormilcas fue cogido en el acto mismo de que hubiese cooperado con Agatocles D.S.20.43.
2 fig. de forma evidente, sin lugar a duda, manifiestamente ἐπ' αὐτοφώρῳ αὐτὸν ἐλέγξω lo refutaré de forma manifiesta Lys.13.30, ἐπ' αὐτοφώρῳ εἴλημμαι πλουσιώτατος ὤν soy con toda evidencia muy rico X.Smp.3.13, ἐπ' αὐτοφώρῳ λάβοιμεν ἂν τὸ δίκαιον τῷ ἀδίκῳ εἰς ταὐτὸν ἰόντα Pl.R.359c, ὡς ἐνταῦθα ἐπ' αὐτοφώρῳ καταληψόμενος ἐμαυτὸν ἀμαθέστερον ἐκείνων ὄντα en la idea de que entonces comprendería con evidencia que yo mismo era más ignorante que aquéllos Pl.Ap.22b, ἀξιῶ σε ... ἐπ' αὐτοφώρῳ ταῦτά μοι ἐπιδεῖξαι Lys.1.21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 pris en flagrant délit de vol ; en gén. pris sur le fait : ἐπ' αὐτοφώρῳ λαμβάνειν prendre sur le fait ; ἐπ' αὐτοφώρῳ ἁλῶναι HDT, εἰλῆφθαι AR avoir été pris sur le fait;
2 convaincu de qch (comme si l'on était pris sur le fait) ; reconnu, évident ou notoire : ἐπ' αὐτοφώρῳ κλέπτης ὤν ESCHN notoirement connu pour un voleur;
3 qui se découvre de soi-même (faute).
Étymologie: αὐτός, φώρ.

German (Pape)

(φώρ), eigtl. beim Diebstahl, überhaupt beim Verbrechen, auf der Tat ertappt, Thuc. 6.38; ἀμπλακήματα, Verbrechen, auf denen Einer sich selbst ertappt, Soph. Ant. 51. Sonst ist gew. ἐπ' αὐτοφώρῳ λαμβάνειν, auf der Tat ertappen, Eur. Ion. 1214; bes. häufig bei den Rednern; seltener ἐλέγξαι, Lys. 7.42; ἐπιδεῖξαι 1.21; vgl. bes. 13.86 ff; – mit dem Partizip verbunden, ὃν εἰλήφατ' ἐπ' αὐτοφώρῳ τοιαῦτα πεποιηκότα Dem. 19.132; pass., ἐπ' αὐτοφώρῳ εἴλημμαι πλουσιώτατος ὤν, ich bin überführt, daß ich der Reichste bin, Xen. Symp. 3.13; ταῦτα δρῶν Ar. Pl. 455; δῶρα ἔχων Dinarch. 1.29, 53

Russian (Dvoretsky)

αὐτόφωρος:
1 сам себя изобличающий (ἀμπλακήματα Soph.);
2 пойманный с поличным, захваченный на месте преступления, уличенный Thuc.: ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ Her., Eur., Lys., Arph. с поличным;
3 явный, очевидный: ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ κλέπτης ὤν Aeschin. будучи отъявленным вором; ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ εἴλημμαι πλουσιώτατος ὤν Xen. всем известно, что я очень богат.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόφωρος: -ον, (φὼρ) ἀφ’ ἑαυτοῦ ἀνακαλυφθείς, ἀμπλακήματα Σοφ. Ἀντ. 51. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει, ἐπ’ αὐτοφώρῳ λαμβάνειν, καταλαμβάνειν ἐν αὐτῇ τῇ πράξει, Λατ. in ipso furto deprehendere, Εὐρ. Ἴων 1214, Λυσ. 137. 43 κἑξ., Δημ. 382. 5., 646 ἐν τέλει· ἐπ’ αὐτ. ἐλέγχειν Λυσ. 112. 8., 132. 30· οὕτω καὶ μετὰ παθ. ῥήματ., ἐπ’ αὐτοφώρῳ ἁλῶναι Ἡρόδ. 6. 72· εἰλῆφθαι Ἀριστοφ. Πλ. 455, Εὔπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 5, Ἀντιφῶν 111. 48, κτλ., πρβλ. ἀπαγωγὴ IV· ἐντεῦθεν, 2) ἐπὶ γενικωτέρας ἐννοίας, πασιφανῶς, πανηγυρικῶς, ἐπιβουλεύοντας φανῆναι ἐπ’ αὐτοφώρῳ Ἡρόδ. 6. 137· ἐπ’ αὐτ. καταλαμβάνειν τινὰ ἀμαθέστερον ὄντα Πλάτ. Ἀπολ. 22Β, πρβλ. Πολ. 359C· ἐπ' αὐτ. εἴλημμαι πλουσιώτατος ὢν Ξεν. Συμπ. 3. 13· ἀξιῶ σε.. ἐπ' αὐτ. ταῦτά μοι ἐπιδεῖξαι Λυσ. 93. 37· ἐπ' αὐτ. κλέπτης ὢν Αἰσχίν. 55.12· οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς ἀπαγωγῆς ἀναφερομένης ὑπὸ Δημ. 646, ἐν τέλει, ἔνθα τὸ πλημμέλημα ἦτο παλαιόν, πρβλ. Λυσ. 137, ἐν τέλει.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α αὐτόφωρος, -ον)
(για αδίκημα) που διαπιστώθηκε την ώρα που το εκτελούσε ο δράστης
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το αυτόφωρο
το δικαστήριο που δικάζει αυτόφωρα αδικήματα
2. φρ. «επ' αυτοφώρω» — κατά την εκτέλεση του αδικήματος
αρχ.
1. αυτός που αποκαλύφθηκε μόνος του
2. φρ. «ἐπ' αὐτοφώρῳ» — ολοφάνερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -φωρος < φωρ(-ός) «κλέφτης» (πρβλ. κατάφωρος, περίφωρος κ.ά.)].

Greek Monotonic

αὐτόφωρος: -ον (φώρ), αφ' εαυτού ανακαλυφθείς, αυτός που συλλαμβάνεται τη στιγμή της κλοπής, σε Σοφ.· ἐπ' αὐτοφώρῳ λαμβάνειν, συλλαμβάνω στην πράξη, σε Ευρ., Δημ.· ἐπ' αὐτοφώρῳ Σιλῶναι, σε Ηρόδ.· με πιο γενική σημασία, ἐπ' αὐτοφώρῳ καταλαμβάνειν τινὰ ἀμαθέστερον ὄντα, συλλαμβάνω κάποιον απευθείας, εξαιτίας της άγνοιας του, σε Πλάτ.· ἐπ' αὐτοφώρῳ εἴλημμαι πλουσιώτατος ὤν, σε Ξεν.

Middle Liddell

[φώρ]
self-detected, caught in the act of theft, Soph.; ἐπ' αὐτοφώρωι λαμβάνειν to catch in the act, Eur., Dem.; ἐπ' αὐτοφώρωι ἁλῶναι Hdt.: in a more general sense, ἐπ' αὐτοφώρωι καταλαμβάνειν τινα ἀμαθέστερον ὄντα to detect him point blank of ignorance, Plat.; ἐπ' αὐτ. εἴλημμαι πλουσιώτατος ὤν Xen.

Chinese

原文音譯:™pautofèrw 誒普-凹拖-賀羅
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:在上-同一的-查出
字義溯源:正在行竊時,正⋯之時,之時;由(ἐπί)*=在⋯上,在)與(αὐτός)=自己)及(φωνή)X*=賊)組成;其中 (αὐτός)出自(Ἀττάλεια)X*=反身)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 之時(1) 約8:4

English (Woodhouse)

caught in the act

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού πιάστηκε τήν ὥρα τῆς κλοπῆς). Σύνθετο ἀπό τό αὐτός + φώρ (=κλέφτης).

Lexicon Thucydideum

in ipso facto deprehensus, caught in the very act, 6.38.4.