ῥακόω

Revision as of 10:07, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

in Pass.,

   A become ragged or wrinkled, of skins of dead animals, Plu.2.642e; ἐρρακωμένα πρόσωπα wrinkled faces, Dsc.5.87.12.    2 in Pass., to be dispersed all about, τὸ χολῶδες . . ῥακούμενον ἐν τῷ σώματι Hp.Morb.4.49.

German (Pape)

[Seite 833] zerreißen, zersetzen, lumpig, auch runzlig machen, Hippocr., Clem. Al. u. a. Sp.; pass. runzlig, lumpig werden, τὰ ὑπὸ θηρίων δηχθέντα τοῖς δέρμασι φλιδᾶν καὶ ῥακοῦσθαι, Plut. Symp. 2, 9 a. E.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾰκόω: (ῥάκος) σχίζω εἰς ῥάκη· Παθητ., Πλούτ. 2. 642Ε. ΙΙ. μεταφορ., καθιστῶ τι ῥυτιδῶδες, ῥακοῖ τὰ σώματα καὶ προγηράσκειν ἀναγκάζει Κλήμ. Ἀλ. Παιδαγ. 3. 9, 46: ― Παθ., ἐρρακωμένα πρόσωπα, ἐρρυτιδωμένα πρόσωπα, Διοσκ. 5. 102. 2) ἐν τῷ παθ., διασκορπίζομαι πανταχοῦ, ῥακοῦσθαι ἐν τῷ σώματι Ἱππ. 507. 51.