πόθικες

Revision as of 10:07, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

οἱ, (ποτί, ἱκ-νέ-ομαι)

   A relatives, kinsmen, τοὶ'ς ἄσιστα π. IG 5(2).159.17 (Tegea, v B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

πόθικες: (= προσήκοντες;)· Ἐπιγρ. Τεγέας ἐν Ἐφ. Ἀρχ. βϳ περ. 410. ― Παρὰ τῷ Cauer 2 b ἡ λέξις ἐξεδόθη κατὰ συμπλήρωσιν τολμηρὰν ποθικόντες. Ἴδε ποθίκων, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.