βριάω

Revision as of 10:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

(βρῖ)

   A make strong and mighty, Hes.Th.447.    II intr., to be strong, βριάων Opp.H.5.96: in both senses, [Ζεὺς] ῥέα μὲν γὰρ βριάει, ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει Hes.Op.5.

German (Pape)

[Seite 463] 1) stark machen, Hes. O. 5 Th. 447. – 2) intrans., stark sein, Hes. O. 5, 96.

Greek (Liddell-Scott)

βριάω: (βρῖ) κάμνω τινὰ ἰσχυρὸν καὶ δυνατόν, βριάει Ἡσ. Θ. 447. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι ἰσχυρός, βριάων Ὀππ. Ἁλ. 5. 96. ― Ὁ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 5 συνδυάζει ἀμφοτέρας τὰς σημασίας, ῥέα μὲν γὰρ βριάει, ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει, ἐπὶ τοῦ Διός.