στύραξ

Revision as of 10:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

[ῠ] (A), ᾰκος, ὁ,

   A storax, Mnesim.4.62 (anap.), Arist.HA 534b25, Thphr.HP9.7.3, Dsc.1.66, Sor.2.29, Aret.CD1.2, PSI4.297.12 (v A.D.).    II στύραξ, ὁ or ἡ, the tree producing this gum, Styrax officinalis, fem. in Hdt.3.107, masc. in Str.12.7.3, Plu.Lys.28.
στύραξ [ῠ] (B), ᾰκος, ὁ,

   A spike at the lower end of a spear-shaft, X. HG6.2.19, Pl.La.184a; shaft, ἀκοντίων Onos.10.4 (pl.).

German (Pape)

[Seite 959] ακος, ἡ, seltener ὁ, der Strauch od. Baum, der das Gummiharz storax, τὸ στύραξ, giebt, Strab., Diosc., Plut. Lys. 28. ακος, τό, storax, ein wohlriechendes, als Räucherwerk gebrauchtes Gummiharz, das der Strauch ἡ στύραξ giebt, Diosc. ακος, ὁ, wie σαυρωτήρ, das untere Ende des Lanzenschaftes, auch der ganze Schaft; ἕως ἄκρου τοῦ στύρακος ἀντελάβετο, Plat. Lach. 183 e; auch die ganze Lanze, der Speer selbst, Xen. Hell. 6, 2, 10; Plut. Marcell. 26.

Greek (Liddell-Scott)

στύραξ: (Α), ᾰκος, ὁ, storax, ἡδύοσμόν τι ῥητινῶδες κόμμι χρησιμεῦον ὡς θυμίαμα, ὀσμή σεμνὴ μυκτῆρα δονεῖ λιβάνου .. σμύρνης .. στύρακος Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 62, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 27, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 3, Διοσκ. 1. 79. ΙΙ. στύραξ, ἡ, τὸ δένδρον τὸ παράγον τὸ κόμμι τοῦτο, Ἡρόδ. 3. 107· ἀλλ’ ἀρσ. παρὰ Στράβ. 570, Πλουτ. Λύσανδρ. 28.