ὁμοείδεια

Revision as of 10:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

(in codd. sts. -ειδία), ἡ,

   A sameness of nature or form, Phld.Rh.1.260 S., Str.11.11.6, D.H.Pomp.6, Comp.26, Olymp. in Phd.p.111 N. ; similarity, e. g. of accent, A.D.Adv.165.23.    II consistency of conduct, Phld.Mort.19.

German (Pape)

[Seite 334] ἡ, Gleichartigkeit; D. Hal. de Din. 6 u. A.; Strab. XI, 518 ist v. l. vieler mss. ὁμοειδία, wie auch D. L. 10, 139 steht, wie ὁμόειδος früher falsch bei Poll. 6, 155 für ὁμοειδής stand.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοείδεια: (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἐνίοτε -ειδία), ἡ, ταυτότης ἢ ὁμοιότης φύσεως, εἴδους ἢ μορφῆς, Στράβ. 518, Διονύσ. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 6, κλ.