ὁμοείδεια
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
English (LSJ)
(in codd. sometimes -ειδία), ἡ,
A sameness of nature or form, Phld.Rh.1.260 S., Str.11.11.6, D.H.Pomp.6, Comp.26, Olymp. in Phd.p.111 N.; similarity, e.g. of accent, A.D.Adv.165.23.
II consistency of conduct, Phld.Mort.19.
German (Pape)
[Seite 334] ἡ, Gleichartigkeit; D. Hal. de Din. 6 u. A.; Strab. XI, 518 ist v.l. vieler mss. ὁμοειδία, wie auch D. L. 10, 139 steht, wie ὁμόειδος früher falsch bei Poll. 6, 155 für ὁμοειδής stand.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοείδεια: (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἐνίοτε -ειδία), ἡ, ταυτότης ἢ ὁμοιότης φύσεως, εἴδους ἢ μορφῆς, Στράβ. 518, Διονύσ. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 6, κλ.
Greek Monolingual
η (Α ὁμοείδεια και ὁμοειδία) ομοειδής
ταυτότητα ως προς το είδος ή ως προς τη μορφή
αρχ.
1. ομοιότητα τονισμού
2. (για διαγωγή) συνέπεια, σταθερότητα.